θηλονή
From LSJ
Full diacritics: θηλονή | Medium diacritics: θηλονή | Low diacritics: θηλονή | Capitals: ΘΗΛΟΝΗ |
Transliteration A: thēlonḗ | Transliteration B: thēlonē | Transliteration C: thiloni | Beta Code: qhlonh/ |
v. θηλαμών.
ῆς (ἡ) :
nourrice.
Étymologie: θηλή.
θηλονή: ἡ кормилица Plut.
θηλονή: ἴδε ἐν λ. θηλαμών.
θηλονή, ἡ (Α)
η τροφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. Μάλλον όμως πρόκειται για εσφ. τ.].