ηλιάς

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἡλιάς, ἡ (Α) (μτγν. θηλ. του επίθ. ηλιακός) ήλιος
1. η ηλιακή («ἡλιὰς ἀκτίς»)
2. στον πληθ. αἱ Ἡλιάδες
οι αδελφές του Φαέθοντος που από τη λύπη τους για τον θάνατο του αδελφού τους μεταμορφώθηκαν σε αιγείρους, δηλ. σε ψηλές λεύκες
3. η αφιερωμένη στον ήλιο («τῆς ἡλιάδος ἁψόμενοι Ῥόδου» — αφού προσεγγίσατε τη Ρόδο,την αφιερωμένη στον ήλιο, Λουκιαν.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἡλιάδες
αἱ κατάχρυσοι κλῑναι».