ασφαλτίτης

From LSJ
Revision as of 14:27, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

ο (Α ἀσφαλτίτης, ο και ἀσφαλτῑτις, η)
αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτώδης
αρχ.
φρ.
1. «λίμνη Ἀσφαλτῑτις» — η Νεκρά Θάλασσα
2. «ἀσφαλτῖτις πόα» — το τριφύλλι.