γελασίνος

From LSJ
Revision as of 14:30, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

ο (θηλ. -νη, η) (AM)
1. αυτός που γελάει διαρκώς, ο γελαστός
2. πληθ. οἱ γελασῑνοι (ὀδόντες)
τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες
3. (θηλ. πληθ.) α) αἱ γελασῖναι
τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε
β) τα λακκάκια που σχηματίζονται στους γλουτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γελασ-, γελάω + -ίνος (πρβλ. ελεγξίνος «ο κριτικός», χυτρίνος «κοιλότητα» κ.λπ.)].