ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι → become a monkey instead of a lion
μεθυπῑδαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που αναβλύζει κρασί («μεθυπῑδαξ βότρυς»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + πῖδαξ «πηγή» (πρβλ. πολυπίδαξ)].