οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
Full diacritics: μορίες | Medium diacritics: μορίες | Low diacritics: μορίες | Capitals: ΜΟΡΙΕΣ |
Transliteration A: moríes | Transliteration B: mories | Transliteration C: mories | Beta Code: mori/es |
μορίες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μερῑται, κοινωνοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος.