πρίμος

From LSJ
Revision as of 09:50, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt

Menander, Monostichoi, 196

Greek Monolingual

-α, -ο / πρῑμος, -α, -ον, ΝΜΑ, και πρύμος, -α, -ο, Ν, πρεῖμος, -η, -ον, Α
νεοελλ.
1. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος
2. το θηλ. ως ουσ. η πρίμα
α) η πρίμαντόνα
β) συνεκδ. καμπάνα με υψηλό τόνο
3. το ουδ. ως ουσ. το πρίμο
η πρώτη, δηλ. η υψηλότερη φωνή, σε διωδία ή χορωδία
μσν.-αρχ.
ο πρώτος.
επίρρ...
πρίμα και πρύμα Ν
1. με ευνοϊκό, ούριο άνεμο
2. φρ. «πάω πρίμα»
α) ταξιδεύω με ούριο άνεμο
β) μτφ. προκόβω, ευοδώνομαι («οι δουλειές πάνε πρίμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρίμος < λατ. primus «πρώτος». Κατ' άλλη άποψη, το επίθ. με τη σημ. «ευνοϊκός, ούριος» (για άνεμο) προέρχεται από τη λ. πρυμνός (< πρύμνη) και επομένως η ορθή γρφ. είναι πρύμος].