καμπάνα
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
Greek Monolingual
η
(Μ καμπάνα) μεγάλος κώδωνας, κυρίως χριστιανικού ναού
νεοελλ.
1. (μτφ. για γυναίκα) μεγαλόσωμη, ευτραφής, αντρογυναίκα («μωρή καμπάνα ρουσικιά και τράπεζα βασιλικιά», μανιατ. μοιρ.)
2. μτφ. επίπληξη, και ιδίως τιμωρία κρατήσεως ή φυλακίσεως που επιβάλλεται σε στρατιώτη
3. είδος αχλαδιού που μοιάζει στο σχήμα με κώδωνα
4. μουσ. κοίλο όργανο, συνήθως από μέταλλο ή σπάνια από κόκαλο, ξύλο, γυαλί ή πηλό, το οποίο κρούεται εξωτερικά κοντά στην περιφέρεια του ανοίγματος, με ένα σφυρί ή εσωτερικά με ένα ρόπτρο
5. ενοικιαζόμενο παράπηγμα σε παραλία για διακοπές
6. είδος παντελονιού το οποίο είναι φαρδύ μόνο στο κάτω μέρος («τώρα πια δεν είναι στη μόδα τα παντελόνια καμπάνα»)
7. φρ. α) «για ποιον χτυπά η καμπάνα;» ποιος έχει σειρά, ποιον θα επιπλήξουν τώρα; β) «έχει φωνή καμπάνα» — έχει δυνατή και διαπεραστική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. campana. Με τη σημ. «παράπηγμα διακοπών» είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cabane «καλύβα»].