Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλομίς

From LSJ
Revision as of 11:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλομίς Medium diacritics: φλομίς Low diacritics: φλομίς Capitals: ΦΛΟΜΙΣ
Transliteration A: phlomís Transliteration B: phlomis Transliteration C: flomis Beta Code: flomi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, phlome, Phlomis samia, Dsc.4.103 (three kinds distinguished, one used for lamp-wicks, φ. λυχνῖτις, θρυαλλίς, ibid.), cf. Plin.HN25.121.

German (Pape)

[Seite 1293] ίδος, ἡ, = Folgdm; φλομὶς λυχνῖτις, eine besondere Art, deren Blätter zu Dochten in der Lampe gebraucht wurden, Diosc.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες της τάξης λαμιώδη και περιλαμβάνει 100 περίπου είδη, από τα οποία οκτώ απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, κν. γνωστά ως αγκάθαρος, ασφάκα, αφάκα, σφάκα, φλόμος, καλογρίτσα κ.α.
αρχ.
φρ. «φλομὶς λυχνῑτις» — είδος φυτού τα φύλλα του οποίου, λόγω τών απορροφητικών τους ιδιοτήτων, χρησίμευαν ως θρυαλλίδες λυχνιών (Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόμος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. καλαμίς, τευτλίς). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phlomis].