αφάκα
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
η (Α ἀφάκη)
το φυτό λάθυρος ο ερέβινθος, το λαθούρι
νεοελλ.
το φυτό φλόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. αφάκα < αρχ. αφάκη, λ. αβέβαιης ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητικό (με μειωτική χροιά) ή προθεματικό + φακός «φακή», πράγμα που παρατήρησαν ήδη ο Διοσκουρίδης και ο Γαληνός. Ή, κατ' άλλους, < αποφάκη (με συλλαβική ανομοίωση ή απλολογία), τ. όπου το απο- εκφράζει την έννοια «είδος του» με μειωτική απόχρωση (πρβλ. ανάλογο σχηματισμό στα απόλινον, απόμελι κ.ά). Έχει υποστηριχθεί, τέλος, και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ. στην Ελληνική].