ἀδράνεια
From LSJ
English (LSJ)
or ἀδρανία, ἡ,
A listlessness, weakness, Hdn.2.10.8, Just.Nov. 102.3: Ep. ἀδρανίη, A.R.2.200, Call.Fr.520, AP6.296 (Leon.), etc.
II non-efficiency, τοῦ μὴ ὄντος Simp.in Cael.136.30. [δρᾰ.]
Spanish (DGE)
v. ἀδρανία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδράνεια: ἡ, ἀπραξία, ὀκνηρία, ἀσθένεια, Ἡρωδιαν. 2. 10, 17. Ἐπ. ἀδρανίη, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 200 κτλ. [δρᾰ].
German (Pape)
ἡ, Trägheit, Untätigkeit, Herodian. 2.10.17.