μολόχα
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
μολόχα και μελόχη και μολόχη, η (Α μολόχη)
νεοελλ.
κοινή, σήμερα, ονομασία τών 8 ελληνικών ειδών του γένους μάλβα, καθώς και τών 5 ελληνικών ειδών του γένους αλθαία
αρχ.
το ποώδες φυτό μαλάχη η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μαλάχη. Η διαφορά του φωνηεντισμού παραμένει ανερμήνευτη].