δύσοδμος
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Full diacritics: δύσοδμος | Medium diacritics: δύσοδμος | Low diacritics: δύσοδμος | Capitals: ΔΥΣΟΔΜΟΣ |
Transliteration A: dýsodmos | Transliteration B: dysodmos | Transliteration C: dysodmos | Beta Code: du/sodmos |
v. sub δύσοσμος.
[Seite 685] lon. = δύσοσμος, w. m. s.
ος, ον :
qui sent mauvais, fétide;
Sp. δυσοδμότατος.
Étymologie: δυσ-, ὀδμή.
δύσοδμος: Ιων. αντί δύσοσμος.
δύσοδμος: Her. = δύσοσμος.