dislocación
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Spanish > Greek
διασπασμός, ἐκβολή, ἔκπτωσις, διαστροφή, ἐξάρθρημα, ἐκπάλησις, ἀνάθλασις, διάστρεμμα, ἔκκλισις, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξάρθρησις, ἔκπτωμα, διακίνημα, ἐξαρθρέω, διαφορά, ἔξαρθρος