σαγματοποιός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, saddler, Stud.Pal.3.119 (vi A.D.), Glossaria.
German (Pape)
[Seite 857] Saumsattel machend (?).
Greek (Liddell-Scott)
σαγματοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάων σάγματα, «σαμαρᾶς», Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
ο κατασκευαστής σαγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, -ατος + -ποιός].