μελισσολόι

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

το
1. σμήνος, σμάρι μελισσών, μελίσσι
2. βόμβος μελισσιού, μελισσοβούισμακάτι σα βουητό, σα μελισσόι», Παλαμ.)
3. μτφ. μεγάλο και πυκνό πλήθος ανθρώπων που θορυβούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -λόι].