σμάρι

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. νέο σμήνος μελισσών, γονίδι, γόνος
2. μτφ. μεγάλο πλήθος, ιδίως ανθρώπων («ένα σμάρι παιδιά έπαιζαν στην αλάνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < -σμάρι-ον, υποκορ. του αρχ. ἑσμός «σμήνος», με σίγηση του αρκτικού ε-].