σμάρι

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

το, Ν
1. νέο σμήνος μελισσών, γονίδι, γόνος
2. μτφ. μεγάλο πλήθος, ιδίως ανθρώπων («ένα σμάρι παιδιά έπαιζαν στην αλάνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < -σμάρι-ον, υποκορ. του αρχ. ἑσμός «σμήνος», με σίγηση του αρκτικού ε-].