χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
-η, -ο
όποιος έχει δέκα σελίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + σελίς (-ίδος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Άγγ. Βλάχο].