νυκτολαμπίς
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Greek (Liddell-Scott)
νυκτολαμπίς: -ίδος, ἡ, (λάμπω) λύχνος νυκτερινός, ἢ πυγολαμπίς, Γλωσσ.
Greek Monolingual
νυκτολαμπίς, -ίδος ἡ (Α)
1. νυχτερινός λύχνος
2. πυγολαμπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -λαμπίς (< λάμπω), πρβλ. πυγολαμπίς].
German (Pape)
ίδος, ἡ, Nachtleuchte.