κερχνηίς

From LSJ
Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

κερχνηίς -ίδος και κερχνής, -ήδος και κέρχνη και κεγχρηίς, -ίδος και κεγχρίς, -ίδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) είδος γερακιού που πήρε την ονομασία του από τη βραχνή φωνή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερχνηίς < κέρχνος (II) «βραχνάδα» + κατάλ. -ηίς, που απαντά και σε άλλες ονομ. πουλιών (πρβλ. χλωρ-ηίς «αηδόνι» < χλωρός). Από το κερχνηίς προέκυψε με μεταπλασμό κατά τα πρωτόκλιτα ο τ. κέρχνη. Τέλος, κατά παρετυμολογική σύνδεση με το κέγχρος, το οποίο μάλιστα εμφανίζει παράλληλο τ. κέρχνος, προέκυψαν οι τ. κεγχρ-ηίς και κεγχρ-ίς].