ἄθερμος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ἄθερμον, without warmth; τὸ ἄ. Pl.Phd. 106a.
Spanish (DGE)
-ον
frío, que carece de calor de enfermos ἄ. καὶ ἄδιψοι Aret.SA 2.3.5, cf. CA 2.3.12, ἄρθρον Aret.SD 2.12.10, κοίτη Aret.CA 2.2.2
•subst. τὸ ἄθερμον = lo no-caliente op. τὸ ἄψυκτον Pl.Phd.106a.
German (Pape)
[Seite 46] ohne Wärme, Plat. Phaed. 106 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans chaleur.
Étymologie: ἀ, θερμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθερμος: -ον, = ἄνευ θερμότητος, τὸ ἄθερμον, Πλάτ. Φαίδων 106Α.
Greek Monotonic
ἄθερμος: -ον, αυτός που δεν έχει θερμότητα· τὸ ἄθερμον, η έλλειψη θερμότητας, σε Πλάτ.