τριχοπλάστης

From LSJ
Revision as of 17:08, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοπλάστης: -ου, ὁ, ἐπιμελητὴς ἢ κοσμητὴς τῶν τριχῶν, κομμωτής, κουρεύς, Συνέσ. 85Β.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που περιποιείται την κόμη, τα μαλλιά, ο κομμωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + πλάστης (< πλάσσω)].

German (Pape)

ὁ, Haarbildner, -künstler, Haarschmücker, Synes.