διαδηλέομαι

Revision as of 10:29, 17 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

do great harm to, tear to pieces, rend in pieces, ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Od.14.37, cf. Theoc.24.85, A.R.2.284, Agath.5.7.

Spanish (DGE)

desgarrar, hacer pedazos c. suj. de anim. y ac. de pers. ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Od.14.37, ἐπῶρσαν κνώδαλα ... βρέφος διαδηλήσασθαι Theoc.24.85, βόες διαδηλήσονται ἄνδρα A.R.3.579
c. suj. de seres mitológicos Ζήτης Κάλαΐς τε ... σφ' ἀέκητι θεῶν διεδηλήσαντο A.R.2.284
c. suj. de cosa herir, dañar ἀνεπυνθάνετο ... τὰ τοῦ σεισμοῦ μή τι σφᾶς ... διεδηλήσατο Agath.5.7.5.

German (Pape)

[Seite 576] (s. δηλέομαι), sehr beschädigen, zu Grunde richten; Homer von Hunden, = zerreißen, Odyss. 14, 37 ἦ ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο ἐξαπίνης. – Sp., wie Theocr. 24, 83; Ap. Rh. 2, 284.

French (Bailly abrégé)

διαδηλοῦμαι;
seul. ao.
déchirer, mettre en pièces.
Étymologie: διά, δηλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δηλέομαι in stukken scheuren.

Russian (Dvoretsky)

διαδηλέομαι: разрывать на части, растерзывать (τινα Hom., Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

διαδηλέομαι: ἀποθ., προξενῶ μεγάλην βλάβην εἴς τινα, κατακόπτω τινά, κατασπαράττω, ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Ὀδ. Ξ. 37, πρβλ. Θεόκρ. 24. 83, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 284. 3, 579.

English (Autenrieth)

aor. διεδηλήσαντο: tear in pieces, Od. 14.37†.

Greek Monotonic

διαδηλέομαι: μέλ. -δήσομαι· — Αποθ., προξενώ, προκαλώ μεγάλη βλάβη σε, σχίζω σε κομμάτια, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.