Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαδηλέομαι

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδηλέομαι Medium diacritics: διαδηλέομαι Low diacritics: διαδηλέομαι Capitals: ΔΙΑΔΗΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diadēléomai Transliteration B: diadēleomai Transliteration C: diadileomai Beta Code: diadhle/omai

English (LSJ)

do great harm to, tear to pieces, tear in pieces, rend in pieces, ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Od.14.37, cf. Theoc.24.85, A.R.2.284, Agath.5.7.

Spanish (DGE)

desgarrar, hacer pedazos c. suj. de anim. y ac. de pers. ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Od.14.37, ἐπῶρσαν κνώδαλα ... βρέφος διαδηλήσασθαι Theoc.24.85, βόες διαδηλήσονται ἄνδρα A.R.3.579
c. suj. de seres mitológicos Ζήτης Κάλαΐς τε ... σφ' ἀέκητι θεῶν διεδηλήσαντο A.R.2.284
c. suj. de cosa herir, dañar ἀνεπυνθάνετο ... τὰ τοῦ σεισμοῦ μή τι σφᾶς ... διεδηλήσατο Agath.5.7.5.

German (Pape)

[Seite 576] (s. δηλέομαι), sehr beschädigen, zu Grunde richten; Homer von Hunden, = zerreißen, Odyss. 14, 37 ἦ ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο ἐξαπίνης. – Sp., wie Theocr. 24, 83; Ap. Rh. 2, 284.

French (Bailly abrégé)

διαδηλοῦμαι;
seul. ao.
déchirer, mettre en pièces.
Étymologie: διά, δηλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δηλέομαι in stukken scheuren.

Russian (Dvoretsky)

διαδηλέομαι: разрывать на части, растерзывать (τινα Hom., Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

διαδηλέομαι: ἀποθ., προξενῶ μεγάλην βλάβην εἴς τινα, κατακόπτω τινά, κατασπαράττω, ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Ὀδ. Ξ. 37, πρβλ. Θεόκρ. 24. 83, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 284. 3, 579.

Greek Monotonic

διαδηλέομαι: μέλ. -δήσομαι· — Αποθ., προξενώ, προκαλώ μεγάλη βλάβη σε, σχίζω σε κομμάτια, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.