λυκάγχη
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
Full diacritics: λῠκάγχη | Medium diacritics: λυκάγχη | Low diacritics: λυκάγχη | Capitals: ΛΥΚΑΓΧΗ |
Transliteration A: lykánchē | Transliteration B: lykanchē | Transliteration C: lykagchi | Beta Code: luka/gxh |
ἡ, (λύκος) = κυνάγχη, Cael.Aur.CP3.1.
λῠκάγχη: ἡ, (λύκος) = κυνάγχη, παρὰ τῷ Λατίνῳ Coel. Aur. ἐν Μ. Ac. 3. 1, 1.
λυκάγχη, ἡ (Α)
είδος συναχιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυνάγχη, στηθάγχη].