στηθάγχη

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ.
1. παροξυσμικός οπισθοστερνικός ή προκάρδιος συσφιγκτικός πόνος με αίσθημα εκμηδενίσεως ο οποίος ακτινοβολεί, συνήθως, προς τα αριστερά και επάνω, εμφανίζεται επί σωματικής προσπάθειας και υποχωρεί με την ανάπαυση και τη χρήση νιτρογλυκερίνης
2. φρ. «ασταθής στηθάγχη» — βαριά προεμφραγματική στηθάγχη με αισθητά χειρότερη πρόγνωση σε σύγκριση με τη σταθερή στηθάγχη, επειδή ο κίνδυνος για έμφραγμα του μυοκαρδίου και αιφνίδιο καρδιακό θάνατο είναι μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + άγχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Χ. Φλωρά].