ἀκονητί

From LSJ
Revision as of 08:36, 20 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκονητί Medium diacritics: ἀκονητί Low diacritics: ακονητί Capitals: ΑΚΟΝΗΤΙ
Transliteration A: akonētí Transliteration B: akonēti Transliteration C: akoniti Beta Code: a)konhti/

English (LSJ)

ἄνευ πόνου, EM 50.29.

Spanish (DGE)

ἀκονιτί
• Alolema(s): ἀκονιτεί IO 153.7 (V a.C.), D.19.77; ἀκονητί EM α 676, Theodos.Gr.Sp.75.27, lacon. ἀσσκονικτεί CEG 372 (Olimpia VI a.C.?)
adv. sin mancharse de polvo e.e. por abandono de la victoria en los Juegos Πυθοῖ πὺξ ἀκονιτί SIG 36A.14 (Delfos IV a.C.), τοὺς ἀκονιτὶ ... τοὺς διὰ μάχης νικῶντας X.Ages.6.3, cf. Philostr.Gym.11
gener. sin lucha, sin esfuerzo τὴν νίκην ... τίθεσθαι Th.4.73, νίκην νενικηκώς Aeschin.1.64, εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτ' ἀκονιτί D.18.200, τῆς θαλάττης ἐπικρατεῖν Plb.1.20.5, cf. 28.21.3, 38.8.3, παραλαμβάνειν τὴν πόλιν I.BI 1.304, κρατεῖν ἁπάντων Luc.DMort.23.1, εὐδαίμων οὗτος ἀκονιτὶ τρυφῶν Lib.Decl.29.6, ἀκονιτί· ἄνευ πόνου EM α 676, cf. Aristid.Or.1.107.
• Etimología: Cf. κόνις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκονητί: ὀρθότ. ἀνακονητί, (χωρίς)... ἀκονήσεως, «Ἡσύχ. Ἴδε Α. Κοραῆ κριτ. Σημ. εἰς Ἡσύχ., ἔκδ. Α. Κωνσταντινίδου, Ἀθήνησι, 1889.