καλίκιοι

From LSJ
Revision as of 12:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλίκιοι Medium diacritics: καλίκιοι Low diacritics: καλίκιοι Capitals: ΚΑΛΙΚΙΟΙ
Transliteration A: kalíkioi Transliteration B: kalikioi Transliteration C: kalikioi Beta Code: kali/kioi

English (LSJ)

οἱ, = Lat. calcei, Plb.30.18.3.

German (Pape)

[Seite 1308] οἱ, das lat. calcei, Schuhe, Pol. 30, 16, 3; vgl. κάλτιος.

Russian (Dvoretsky)

καλίκιοι: οἱ (лат. calcei) сапоги или обувь Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

καλίκιοι: οἱ, ἴδε ἐν λ. κάλτιος.

Greek Monolingual

καλίκιοι, οἱ (Α)
υποδήματα τών Ρωμαίων εκείνων που φορούσαν τήβεννο («πίλεον ἔχων και τήβεννον καὶ καλικίους», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. calcei (πληθ. του calceus) < calx «φτέρνα»].