ληκυθιστής
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
ληκυθιστοῦ, ὁ, one who declaims in a hollow voice, S.Fr.1063.
German (Pape)
[Seite 39] ὁ, der mit starker, hohler Stimme Redende, Singende, κοιλόφωνος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ληκῠθιστής: -οῦ, ὁ, μεγαλοφώνως ὁμιλῶν, κομπορρήμων, ἀλαζών, Σοφ. Ἀποσπ. 905.
Greek Monolingual
ληκυθιστής, ὁ (Α) ληκυθίζω
αυτός που κομπορρημονεί, αλαζόνας.