μεταμελητός

From LSJ
Revision as of 09:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμελητός Medium diacritics: μεταμελητός Low diacritics: μεταμελητός Capitals: ΜΕΤΑΜΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: metamelētós Transliteration B: metamelētos Transliteration C: metamelitos Beta Code: metamelhto/s

English (LSJ)

μεταμελητή, μεταμελητόν, repented of, Hsch.s.v. πεδάγρετον.

German (Pape)

[Seite 150] bereu't, Schol. Il. 1, 526.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμελητός: -ή, -όν, δι’ ὃν μετανοεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. πεδάγρετον.

Greek Monolingual

μεταμελητός, -ή, -όν (Α) μεταμελούμαι
αυτός που μετάνιωσε, μετανιωμένος.