ξυλοπόδαρος

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει ξύλινα πόδια
2. (σκωπτικά) άνθρωπος με λεπτά και μακριά πόδια
3. το ουδ. ως ουσ. το ξυλοπόδαρο
α) ξύλινο πόδι που αντικαθιστά το ακρωτηριασμένο
β) το καλόβαθρο
γ) το καλαπόδι.