περικαλυφή

Revision as of 12:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, wrapping, covering, Pl.Lg.942d.

German (Pape)

[Seite 578] ἡ, Umhüllung, σκεπασμάτων, Plat. Legg. XII, 942 d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικαλυφή -ῆς, ἡ [περικαλύπτω] bedekking, kleding.

Russian (Dvoretsky)

περικᾰλῠφή:покров или оболочка Plat.

Greek (Liddell-Scott)

περικᾰλῠφή: ἡ, τὸ περικαλύπτεσθαι, τῇ τῶν ἀλλοτρίων σκεπασμάτων περικαλυφῇ Πλάτ. Νόμ. 942D.

Greek Monolingual

ἡ, Α περικαλύπτω
κάλυψη από παντού, περικάλυψη.