покров
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
Russian > Greek
προβολή, σκέπη, σκέπασμα, φάρος, περιβολή, σάγμα, ἐνδυτόν, ἐπικάλυμμα, περίβλημα, ἐπικαλυπτήριον, περικαλυφή, στέγαστρον, καλυπτήρ, πέπλος, ἔκδυμα, περιβόλαιον, κάλυμμα, παρακάλυμμα, καλύπτρα, ῥῆγος, κατασκήνωμα, περικάλυμμα, στεγάνη, ἔλυτρον, προκάλυμμα