ἀγαπώντως
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
= ἀγαπητῶς, Pl.Lg.735d, Numen. ap. Eus.PE14.5.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. pres. de ἀγαπάω de buen grado ἀ. ἄν ... δράσειεν Pl.Lg.735d, ἐλέγχουσι Numen.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαπώντως: μεταγ. τύπος ἀντὶ ἀγαπητῶς, Εὐσέβ. Εὐάγγ. Πρ. 14. 5, 4, Στοβ. 297. 41.
Middle Liddell
= ἀγαπητῶς, plat.]