τρυπιοχέρης

Revision as of 14:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")

Greek Monolingual

και τρυποχέρης και τρουποχέρης, -α, -ικο, Ν
εξαιρετικά σπάταλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπιος / τρούπιος + -χέρης (< χέρι) πρβλ. ανοιχτοχέρης].