διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
και πρωτομάστορης, ο, Ν1. ο πρώτος τών μαστόρων, ο αρχιτεχνίτης2. έμπειρος κτίστης-τεχνίτης που αναλαμβάνει εργολαβικώς την εκτέλεση ενός έργου («βρίσκει τον πρωτομάστορη κι έκανε το κιβούρι», δημ. τραγούδι).