κιβούρι
From LSJ
Greek Monolingual
το (ΑΜ κιβώριον, Μ και κιβούριον και κιβούριν)
νεοελλ.-μσν.
τάφος, μνήμα
2. φέρετρο
3. ονομασία χορδόφωνου οργάνου
μσν.
1. θολωτή στέγη, «ουρανός», κουβούκλιο πάνω από την αγία τράπεζα
2. θολωτό ταφικό μνημείο
3. σαρκοφάγος
4. κιβώτιο
αρχ.
1. το περικάρπιο του αιγυπτιακού κυάμου, που η ρίζα του λεγόταν κολοκασία
2. (κατ' επέκτ.) το φυτό κύαμος
3. θόλος, τρούλλος
4. κάλυμμα του καθίσματος βασιλικών προσώπων
5. ποτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από την Αιγυπτιακή, που δήλωνε το ομώνυμο φυτό. Από το σχήμα του περικαρπίου του αιγυπτιακού φυτού η λ. πήρε τη σημ. «ποτήρι», κατόπιν «θόλος ταφικού μνημείου» και γενικά «τάφος, φέρετρο»].