πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
ές (Α ἀβλαβής, -ές) βλάβη
1. (με παθ. σημ.) αυτός που δεν έπαθε, δεν έχει υποστεί βλάβη, ανέπαφος, σώος, άθικτος, ακέραιος
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν βλάπτει, δεν προξενεί βλάβη, ακίνδυνος
αρχ.
(για συνθήκες) απαραβίαστος.