κριοφόρος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
κριοφόρον,
A carrying battering rams, χελῶναι Ph.Bel.99.44, Ath.Mech.8.14, Apollod.Poliorc.138.18, D.S.20.48, 91; μηχαναί App.Pun.98, Anon. ap. Suid. s.v. προσηρεικότος.
II bearing a ram, epithet of Hermes, Paus.9.22.1.
German (Pape)
[Seite 1510] Widder tragend; μηχαναί, mit Mauerbrechern, D. Sic. 20, 48. 91 u. A. – Auch Beiname des Hermes, Paus. 2, 3, 4. 9, 22, 2.
Russian (Dvoretsky)
κρῑοφόρος: несущий таран, снабженный тараном (χελῶναι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
κρῑοφόρος: -ον, ὁ φέρων πολιορκητικὸν κριόν, χελῶναι Διόδ. 20. 48 καὶ 91, πρβλ. Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. προσηρεικότος. ΙΙ. ὄνομα τοῦ Ἑρμοῦ, Παυσ. 9. 22, 1, πρβλ. 2. 3, 4.
Greek Monolingual
-ο (Α κριοφόρος, -ον)
τύπος αγάλματος που παριστάνει ανδρική συνήθως μορφή η οποία κρατάει κριό
αρχ.
1. αυτός που μεταφέρει πολιορκητικούς κριούς («κριοφόροι χελώναι», Φίλ.Μηχ.)
2. προσωνυμία του Ερμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -φόρος (< φέρω)].