ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
το, Νψιλόβροχο, ψιχάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + -βρόχι (< βροχή), πρβλ. πρωτοβρόχι].