βρόχι

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

το (Μ βρόχιον και βρόχιν) βρόχος
1. μικρός βρόχος, θηλιά
2. θηλιά από τρίχες αλογοουράς, με την οποία συλλαμβάνονται από τον λαιμό πουλιά ή μικρά τετράποδα ζώα
νεοελλ.
πληθ. βρόχια, τα
1. τεχνάσματα, πλεκτάνες
2. θέλγητρα.