πρωτοβρόχι

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

το, Ν
συν. στον πληθ. τα πρωτοβρόχια
οι πρώτες βροχές του έτους που πέφτουν κατά το φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + βροχή.