ἀπόκρουσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀποκρούομαι Pass.) retiring, waning, τῆς σελήνης Colum.2.10.10, Alex. Trall.8.2, PMag.Leid.V.11.28, Horap.1.4, etc.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 medic. rechazo ref. a la acción de los medicamentos, Gal.12.494.
2 astr. acción de menguar ref. al cuarto menguante τῆς σελήνης Colum.2.10.10, Heph.Astr.2.31.17, cf. Clem.Al.Strom.6.16.143, PMag.12.378, Horap.1.4.
German (Pape)
[Seite 309] ἡ, das Ab-, Zurückstoßen, Sp.; σελήνης, Abnehmen des Mondes, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκρουσις: -εως, ἡ, (ἀποκρούομαι, παθ.) ὑποχώρησις, ἐλάττωσις, τῆς σελήνης Κλήμ. Ἀλ. 814, κτλ.· οὕτω καὶ ὁ Προκλ. ὁμιλεῖ περὶ σελήνης ἀποκρουστικῆς, ὅταν εὑρίσκηται ἐν τῇ μειώσει αὑτῆς. ΙΙ. ἡ κυρία σημασία τῆς λέξεως, ἀπώθησις, εὕρηται μόνον παρὰ Βυζ.