προκάλυμμα
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
[κᾰ], ατος, τό,
A anything put before, veil, curtain, A.Ag. 691 (lyr., pl.). 2 covering, as a protection, Th.2.75; [σὰρξ ὀστέων] π. Ti.Locr.100b. 3 metaph., screen, cloak, ἁμαρτανομένων λόγοι . . π. γίγνονται Th.3.67; τὸ σχῆμα τῆς θείας οἰκίας π. ποιούμενοι Jahresh. 23 Beibl.285 (Ephesus); τῆς ἐπιβουλῆς J.BJ5.3.1; τῆς βδελυρίας Luc. Pseudol.31; π. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας Id.Merc.Cond.5; γευμάτων ἀπατηλῶν π. ἡ χολή, in jaundice, Aret.SD1.15.