ἡγούμενος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ὁ, president, abbot, father superior, principal, v. ἡγέομαι II.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγούμενος: ὁ, ἀρχηγὸς μοναστηρίου, συχνὸν ἐν μεταγεν. Ἐπιγραφ., ὡς Συλλ. Ἐπιγρ. 8634. 8724, κ. ἀλλ.· - ἡγουμενία, ἡ, τὸ ἀξίωμα αὐτοῦ, αὐτόθι 8724. - ἡγουμενικός, ή, όν, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 256 (Λεξ. Κουμ.).
Greek Monolingual
και γούμενος, ο, θηλ. ηγουμένη, γουμένη και ηγουμένισσα, γουμένισσα (AM ἡγούμενος, θηλ. ἡγουμένη, Μ και γούμενος, θηλ. και ἡγουμένισσα, γουμένισσα) ηγούμαι
βλ. ηγούμαι.