ἐξοιστράω

Revision as of 13:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

or ἐξοιστρέω,
A make wild, madden, -εῖν Luc.DMar.10.2:—Pass., -ᾶται Ael.NA15.19; ἐξοιστρημένοι Vett.Val.356.6.
II intr., rave, -ᾶν (v.l. -εῖν) Ph.1.380; go mad, -εῖν Sch.Od.22.299: aor. -ήσασα v.l. in Palaeph.42.1.

German (Pape)

[Seite 885] verstärktes simplex, Ael. H. A. 15, 19.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre furieux litt. par la piqûre d'un taon.
Étymologie: ἐξ, οἰστράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοιστράω: ἢ -έω, καθιστῶ τινα μανιώδη, κάμνω αὐτὸν νὰ μαίνηται, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 2, Αἰλ. π. Ζ. 15. 19. ΙΙ. ἀμεταβ., γίνομαι μανιώδης, μαίνομαι, Παλαίφ. ἐν Ἀδήλ. 43. 1. Κατὰ Σουΐδ. «ἐξοιστρηθείς, μανείς, παρορμηθείς, ἐρεθισθείς».

Greek Monotonic

ἐξοιστράω: ή -έω, μέλ. -ήσω, εξαγριώνω, τρελαίνω, σε Λουκ.

Middle Liddell

or -έω fut. ήσω
to make wild, madden, Luc.