ψυχρήλατος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ον, (
A ἐλαύνω 111.1) cold-forged, of iron implements, Plu.2.434a, Asclep. Myrl. ap. Ath.11.501b, Ath.Mech.17.2, Plu.Brut.1: γράψας ψυχρηλάτω (sic) τινὸς τὸ ὄνομα PMag.Par.1.1848.