φροντίς
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (φρονέω)
A thought, care, attention bestowed upon a person or thing, c. gen., φροντίδ' ἔχειν καμάτου Simon.85.10, cf. E.Med.1301; παλαισμάτων λάβε φροντίδα take thought for them, Pi.N.10.22; ἦσαν ἐν φροντίδι ἀλλήλων πέρι Hdt.1.111, cf. 7.205; περὶ ὧν ἐν φ. μεγάλῃ καθίσταται Phld.Rh.2.27S.; ἐκείνοις οὐδὲ εἷς περὶ τούτου λόγος οὐδὲ φ. Pl.Phd.101e; φ. ἐποιήσατο τῆς Ἑλλάδος D.S.11.28, cf. 36, Ocell.4.14; περί τινος ἐποιοῦντο πολλὴν φ. v.l. in D.S.15.28: folld. by a relat. clause, ἐν φ. εἶναι ὅ τι χρὴ ποιεῖν X.HG6.5.33, cf. Cyr.5.2.5. 2 abs., thought, reflection, meditation, τὰ δ' ἄλλα φροντὶς . . θήσει δικαίως A.Ag.912; πολλὰς . . ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις S.OT67 (parodied by Henioch.4.5, ἔχον . . πολλὰς φροντίδων διεξόδους) ; ἐν φροντίδι γίγνεσθαι, of a person, X.Cyr.6.2.12; but μοι ἐν φροντίδι ἐγένετο [τὸ πρῆγμα] Hdt.2.104; ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα to set one a-thinking, Id.1.46; φροντίδα . . θώμεθα A.Pers.142 (anap.); δεῖ βαθείας φ. σωτηρίου Id.Supp.407, cf. 417; ποῖ τις φροντίδος ἔλθῃ; S. OC170 (anap.): pl., thoughts, νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν Pi.O.1.19; ἐπὶ φροντίδων ζῆν to live thoughtfully, E.Fr.684.4: prov., αἱ δεύτεραί πως φ. σοφώτεραι Id.Hipp.436. b esp. of the speculations of Socrates and the philosophers, Ar.Nu.233, al.; φροντίδ' ἐξήμβλωκας ἐξηυρημένην ib.137; φροντίδα φιλόσοφον ἐγείρειν Id.Ec.572.(lyr.) c care, anxiety, Xenoph.8; καί με καρδίαν ἀμύσσει φ. A.Pers.161 (troch.); ἐλπὶς ἀμύνει φροντίδ' Id.Ag.102 (anap.), cf. 166 (lyr.), Eu.453; οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ no matter to H., Hdt.6.129. cf. Hermipp.17; παρασχεῖν φροντίδα τινί Ar.Eq.612; εἰσέρχεται αὐτῷ δέος καὶ φ. Pl.R.330d: pl., cares, worries, λύπας καὶ φροντίδας ἐμβέβληκεν Antipho 2.2.2, cf. Isoc.Ep.2.11, Epicur.Ep.1p.28U.; μεστόν ἐστι τὸ ζῆν φροντίδων Men.452. d heart's desire, Pi.P. 10.62. e hypochondria, φ. νοῦσος χαλεπή Hp.Morb.2.72. II power of thought, mind, τὸ . . ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι S.Ph.863 (lyr.); οὐδ' ἔνι φροντίδος ἔγχος Id.OT170(lyr.); τὸ γὰρ τὴν φ. ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ ib.1390; νέα γὰρ φ. οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ E.Med. 48. III authority, PLond.1.242.8 (iv A. D.); guardianship, PMasp.26.5 (vi A. D.). 2 office, function, department, Lyd.Mag. 2.7, al., Cod.Just.1.3.38.6 (pl.), Just.Nov.8 Not.49. 3 portion of land entrusted to a person, ἑκάστη φ. τῶν φυτευομένων τόπων PFlor.148.12 (iii A. D.), etc.