νεικέω
English (LSJ)
fut.
A -έσω Il.10.115: aor. ἐνείκεσα, Ep. νείκεσσα or νείκεσα, 3.38, 10.158: also pres. νεικείω 2.277, etc.; subj. νεικείῃσι, νεικείῃ, 1.579, Hes.Op.332; part. νεικείουσα Theoc.1.35: impf. νείκειον Od.22.26; iterat. νεικείεσκον Il.4.241: (νεῖκος):—quarrel, wrangle with one, μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ Od.17.189; ἔριδος πέρι θυμοβόροιο νεικεῦσ' ἀλλήλῃσι quarrel one with another, Il.20.254; ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς 18.498: c. acc. cogn., νείκεα . . νεικεῖν ἀλλήλοισιν ἐναντίον 20.252; νεικέσκομεν οἴω, we two alone strove with him, is prob. corrupt in Od.11.512 (νικάσκομεν Aristarch.): abs. in part. νεικέων Hdt.9.55. II trans., chide, rail at, upbraid, c. acc. pers., Il.1.521, al.; Ἀγαμέμνονα ν. μύθῳ 2.224; αἰσχροῖς, ὀνειδείοις, χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν, 3.38, 21.480, Od.22.225, etc.; ὃς νείκεσσε θεάς... τὴν δ' ᾔνησ' [Paris] insulted the goddesses (Hera and Athena), but praised the other (Aphrodite), Il.24.29.—Ep. Verb, used twice by Hdt., 8.125, 9.55; not in Att.: in later Prose, LXXPr.10.12, al.