τεύχω
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
Il.1.110, S.Tr.756, etc.: fut.
A τεύξω Od.1.277: aor. ἔτευξα Il.14.338, etc.; Ep. τεῦξα 18.609, Od.8.276: pf. τέτευχα AP6.40 (Maced.), 9.202 (Leo Phil.), intr. once in Hom. (v. infr. 1.3); in correct writers τέτευχα is the pf. of τυγχάνω (for in Il.13.346 ἡρώεσσι τετεύχατον or τετεύχετον is f.l. for ἐτεύχετον):—Med., fut. τεύξομαι in act. sense, Il.19.208 (dub. l. here and in A.Ag.1230), but prob. pass. in Il.5.653 (elsewh. fut. of τυγχάνω): aor. inf. τεύξασθαι h.Ap.76, 221: redupl. aor. τετῠκεῖν, -έσθαι, v. infr. 1.1:—Pass., 3 fut. τετεύξομαι Il.21.322,585: aor. ἐτύχθην 4.470, A.Eu.353 (lyr.); ἐτεύχθην Hp.Decent.17 (v.l.), AP6.207 (Arch.), etc. (but this belongs equally to τυγχάνω): pf. τέτυγμαι, plpf. ἐτετύγμην, freq. in Hom., etc., v. infr.; 3pl. τετεύχαται, ἐτετεύχατο, τετεύχατο, Il.13.22, 11.808, 18.574: (v. τυγχάνω):—make ready, make, freq. in Ep. and Lyr.; also in A., but rare in S. and E. (once in Com., Eub.43); never in Prose. I produce by work or art; esp. of material things, make, build, δώματα, θάλαμον, νηόν, etc., Il.6.314, 14.166, Od.12.347, etc.; of a worker in metal, τὸ μὲν [σκῆπτρον] Ἥφαιστος κάμε τεύχων Il.2.101; θώρηκα, τὸν Ἥφαιστος κάμε τεύχων 8.195; τρίποδας . . ἔτευχεν [Ἥφαιστος] 18.373; τ. δόλον, of the net which Hephaestus wrought, Od.8.276; τέκτονος υἱόν, . . ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν Il.5.61; of women's handiwork, εἵματα τ. Od.7.235; of a cook, δεῖπνον τετυκεῖν dress or prepare a meal, 15.77,94 (so in Med., prepare a meal or have it prepared, of those who are to eat it, 20.390; τετύκοντό τε δαῖτα Il.1.467, 2.430; τεύχοντο δαῖτα Od.10.182; τεύξεσθαι δόρπον Il.19.208; δόρπον τετύκοντο Od.12.307, cf. 283, al. (the Ep. aor. τετυκεῖν, τετυκέσθαι is used in this sense only)); also τεῦχε κυκειῶ Il.11.624; ἄλφιτα τεύχουσαι preparing meal (by grinding the grain), Od.20.108; αὐτὰρ ὁ εἴδωλον τεῦξ' formed, created it, Il5.449: so also in Pi. and A., θεὸς ὁ τὰ πάντα τεύχων βροτοῖς Pi.Fr.141, cf. O.1.30; δαῖτ' . . ἔτευξεν A.Ag.731 (lyr.); φάρμακον τεύχουσα ib.1261; ὦ γαῖα κεραμί, τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε; Eub. l.c.:—Pass., δώματα τετεύχαται Il.13.22; ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Od.10.210, 252, cf. 21.215; θεῶν ἐτετεύχατο βωμοί Il. 11.808; βωμὸς . . τέτυκτο Od.17.210; νηός γε τέτυκτο Il.5.446; οἱ . . σῆμα τετεύξεται for him a tomb shall be built, 21.322; εἵματα . . τετυγμένα χερσὶ γυναικῶν 22.511; ἱμάντα... ᾧ ἔνι πάντα τετεύχαται in which all are wrought, are to be found, 14.220: τετύχθαι τινός to be made of . ., βόες χρυσοῖο τετεύχατο κασσιτέρου τε 18.574; περόνη χρυσοῖο τέτυκτο Od.19.226, cf. Hes.Sc.208: c. dat. rei, τετυγμένα δώματα . . ξεστοῖσιν λάεσσι built with or of . ., Od.10.210; αἱ μὲν γὰρ [πύλαι] κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ' ἐλέφαντι 19.563; but δόμον . . αἰθούσῃσι τετυγμένον built or furnished with . ., Il.6.243. 2 pf. part. τετυγμένος freq. has the sense of an Adj., = τυκτός, well=made, well-wrought, τεῖχος, βωμὸς τετ., Il.14.66, Od.22.335, al.; σάκος, δέπας, κρητήρ, Il.14.9, 16.225, 23.741, al.; ἄγγεα Od.9.223; δῶρα 16.185; ἀγρός wrought, tilled, 24.206: metaph., νόος ἐν στήθεσσι τετυγμένος a ready, constant mind, 20.366. 3 pf. part. Act. occurs once in pass. sense, ῥινοῖο τετευχώς made of hide, 12.423. II of natural phenomena. actions, events, etc., cause, bring to pass, τ. ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν, of Zeus, Il.10.6; αἱ δὲ [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος 21.538; παλίωξιν τ. 15.70, cf. Hes.Sc.154 (Pass.); βοὴν διὰ ἄστεος Od.10.118; γέλω δ' ἑτάροισιν ἔτευχε 18.350; γάμον τ. 1.277; τ. πομπήν 10.18, cf. Pi.P.4.164; τ. πόλεμον καὶ φύλοπιν Od.24.476; θάνατόν τινι 20.11; ἄλγεα, κήδεά τινι, work one woe, Il.1.110, Od. 1.244; ἐν δ' ἄρα οἱ στήθεσσι . . αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος τεῦξε Hes.Op.79, cf. 265, Th.570; τ. ξείνια Pi.P.4.129; τ. μέλος ib.12.19; τ. γέρας, τιμάν τινι, get him honour, Id.I.1.14,67; τ. κακά A.Eu.125; τ. στάσιν ἐν ἀλλήλαισι, i.e. to quarrel, Id.Pers.189; τ. φόβον Id.Pr.1090 (anap.); σφαγάς S.Tr.756; τάφον E.Rh.959; φίλοις ἔριν Id.Andr.644; κρυπτὸν δόλον Call. in PSI11.1218a6:— Pass., to be caused, and so, arise, occur, ἔργον ἐτύχθη ἀργαλέον Il. 4.470, cf. 2.320; οὐ γὰρ ἔτ' ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται Od.2.63, cf. Il.14.53, 22.450; τὰ δ' οὐ ἴσαν, ὡς ἐτέτυκτο Od.4.772, cf. 392; ἡμῖν νεῖκος ἐτύχθη Il.11.671; πὰρ Διὸς ἀθανάτοισι χόλος καὶ μῆνις ἐτύχθη 15.122; Ἀργείοισι . . νόστος ἐτύχθη 2.155; ὅμαδος ἐτ. 12.471, etc.; τετεύξεται αἰπὺς ὄλεθρος ib.345, cf. 5.653; εἰ δή μοι ὁμοίη μοῖρα τέτυκται is ordained, 18.120; ὁπποτέρῳ θάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται 3.101; φόνος υἷι τέτ. Od.4.771; φίλοισι δὲ κήδεα . . τετεύχαται 14.138, cf. Il.21.585; ἐν βροτοῖς γέρων λόγος τέτυκται there exists, A.Ag. 751 (lyr.), cf. E.El.457 (lyr.). III c. acc. pers., make so and so, ὄφρα μιν . . ἄγνωστον τεύξειεν Od.13.191, cf. 397; τ. τινὰ ἰσοδαίμονα, μέγαν, εὐδαίμονα, Pi.N.4.84, A.Eu.668, E.Heracl.614 (lyr.): of things, οὐδέ κεν ἄλλως οὐδὲ θεὸς τεύξειε Od.8.177: c. dupl. acc., ὦ πούς, τί σε . . τεύξω; what shall I make of thee? S.Ph.1189 (lyr.):—hence in pf. and plpf. Pass. simply for γίγνεσθαι or εἶναι, Ζεὺς ταμίης πολέμοιο τέτυκται Il.4.84; [Ὠκεανὸς] γένεσις πάντεσσι τέτ. 14.246; ὅς ῥα Σκαμάνδρου ἀρητὴρ ἐτετυκτο 5.78, cf. 16.605; οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γ' ἐτ. 5.402, cf. 16.622; νόον ἐν πρώτοισι . . ἐτ. was among the first in mind, 15.643; γυναικὸς ἄρ' ἀντὶ τέτυξο thou was like a woman, 8.163; ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνός θ' ἱκέτης τε τέτυκται Od.8.546; Νύμφαις, ταὶς Δίος ἐξ αἰγιόχω φαῖσι τετυγμέναις Alc.85: also of things, τόδε σῆμα τετύχθω let this be the sign, Od.21.231, cf. Il.22.30: in aor. 1, πέπλων ἅκληρος ἐτύχθην A.Eu.353 (lyr.), cf. Supp.87 (lyr.).